- συμπιλώ
- -ησα, -ημένος, συνενώνω άτεχνα διάφορες ιδέες και συγκροτώ ένα σύνολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμπιλώ — (I) συμπιλῶ, έω, ΝΑ 1. συμπιέζω, πιέζω δυνατά, συνθλίβω 2. συνεκδ. καθιστώ κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω («τὸ αὐτὸ μέγεθος οὐ δοκεῑ συμπιληθὲν γίνεσθαι βαρύτερον», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. συγκεντρώνω περικοπές από διάφορες πηγές και τίς συναρμόζω σε… … Dictionary of Greek
συμπίληση — η / συμπίλησις, ήσεως, ΝΜΑ [συμπιλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιλώ … Dictionary of Greek
συμπίλημα — το, ΝΜ [συμπιλῶ] καθετί που έχει σχηματιστεί με συμπίληση, μίγμα που έχει αποτελεστεί από συμπίεση διαφόρων πραγμάτων νεοελλ. μτφ. κείμενο που έχει προέλθει από συμπίληση, σύμφυρμα, συνονθύλευμα … Dictionary of Greek
συμπιλητής — ο, Ν [συμπιλώ] αυτός που συμπιλεί, που συγκροτεί ένα κείμενο παραθέτοντας και συμφύροντας περικοπές και αποσπάσματα από διάφορες άλλες πηγές … Dictionary of Greek
συμπιλητικός — ή, όν, ΜΑ [συμπιλῶ] επιτήδειος ή κατάλληλος για σύνθλιψη ή κλείσιμο («τὸ δὲ ψυχρὸν παχυμερέστερον καὶ συμπιλατικὸν πόρων ἐστί», Τιμ. Λοκρ.) … Dictionary of Greek